Κωος

Κωος
    Κῷος
    I
    3
    косский Dem.
    

ἀστράγαλος Κ. Arst. (в игре в кости) — косский бросок, т.е. наилучший (в шесть очков - в отличие от Χῖος, в одно очко) (ср. κῷα)

    II
    ὅ житель острова Кос, косец Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Κωος" в других словарях:

  • Κῶος — caves masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶος — caves masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῷος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώος — (I) α, ο (AM Κῶος ῴα ον, αρσ. και Κώϊος) [Κως] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα ο κάτοικος τής Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω αρχ. (ως προσηγορικό ουσ.) 1 …   Dictionary of Greek

  • κώος — (II) κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α) 1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.) 2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή 3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF ος …   Dictionary of Greek

  • Κῶιος — Κῷος , Κῷος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶον — Κῶος caves masc acc sg Κῶος caves neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώων — Κῶος caves fem gen pl Κῶος caves masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώως — Κῶος caves adverbial Κῶος caves masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶοι — Κῶος caves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶοι — κῶος caves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»